προσεκκαίω

προσεκκαίω
V 1-0-0-0-0=1 Nm 21,30
to ignite further [τι]; *Nm 21,30 προσεξέκαυσαν they ignited further-⋄נפח to set aflame, to ignite for MT נפח Nophah (toponym); neol.?
Cf. ALTHANN 1985, 568-571; DORIVAL 1994, 411; PRIJS 1948, 52

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προσεκκαίω — Α [ἐκκαίω] 1. ανάβω, αναφλέγω επί προσθέτως 2. μτφ. εξάπτω, διεγείρω επιπροσθέτως (α. «περὶ τοὺς ἔρωτας... προσεκκάουσιν», Κλεομ. β. «προσεκαυθεὶς τοῑς γεγενημένοις» αφού παροργίσθηκε για τα όσα έγιναν, Λόγγ.) …   Dictionary of Greek

  • καίω — και καίγω και κάβω και κάβγω (AM καίω, Α και αττ. τ. κάω) 1. βάζω φωτιά σε κάτι, καταστρέφω κάτι με φωτιά, αποτεφρώνω, απανθρακώνω («καίω ξύλα») 2. εκπέμπω μεγάλη θερμοκρασία («σήμερα καίει πολύ ο ήλιος») 3. πυρπολώ («οι μπουρλοτιέρηδες έκαψαν… …   Dictionary of Greek

  • ԱՅՐԵՄ — (եցի.) NBH 1 0098 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c ն. Հրով կիզուլ՝ տոչորել եւ ծախել. էրել. ... որպէս καίω, ἑκκαίω, κατακαίω uro, exuro, comburo *Ոսկերս մարդկան այրեսցէ ʼի վերայ քո: Հուր բորբոքեալ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”