προσεκκαίω — Α [ἐκκαίω] 1. ανάβω, αναφλέγω επί προσθέτως 2. μτφ. εξάπτω, διεγείρω επιπροσθέτως (α. «περὶ τοὺς ἔρωτας... προσεκκάουσιν», Κλεομ. β. «προσεκαυθεὶς τοῑς γεγενημένοις» αφού παροργίσθηκε για τα όσα έγιναν, Λόγγ.) … Dictionary of Greek
καίω — και καίγω και κάβω και κάβγω (AM καίω, Α και αττ. τ. κάω) 1. βάζω φωτιά σε κάτι, καταστρέφω κάτι με φωτιά, αποτεφρώνω, απανθρακώνω («καίω ξύλα») 2. εκπέμπω μεγάλη θερμοκρασία («σήμερα καίει πολύ ο ήλιος») 3. πυρπολώ («οι μπουρλοτιέρηδες έκαψαν… … Dictionary of Greek
ԱՅՐԵՄ — (եցի.) NBH 1 0098 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c ն. Հրով կիզուլ՝ տոչորել եւ ծախել. էրել. ... որպէս καίω, ἑκκαίω, κατακαίω uro, exuro, comburo *Ոսկերս մարդկան այրեսցէ ʼի վերայ քո: Հուր բորբոքեալ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)